Ψυχολογικές δυσκολίες

Ψυχαναγκαστική Διαταραχή

Πριν μιλήσουμε για την ψυχαναγκαστική διαταραχή, άλλη μία ψυχική διαταραχή με σταθερή παρουσία στην καθημερινή κουλτούρα, έστω και ως καρικατούρα, είναι χρήσιμο να εξηγήσουμε την έννοια του ψυχαναγκασμού: οι ψυχαναγκασμοί είναι επίμονες ιδέες, σκέψεις, παρορμήσεις ή εικόνες, τις οποίες το άτομο βιώνει ως εισβολή, ως ακατάλληλες και ανεπιθύμητες. Οι πιο κοινοί ψυχαναγκασμοί είναι επαναλαμβανόμενες σκέψεις μόλυνσης (π.χ. μήπως μολυνθεί αγγίζοντας το πόμολο της πόρτας), αμφιβολίας (π.χ. αν έσβησε το θερμοσίφωνα), τάξης/τακτοποίησης (π.χ. έντονη δυσφορία αν κάποια αντικείμενα είναι μη συμμετρικά τακτοποιημένα), παρορμήσεις επιθετικότητας ή βίας (π.χ. να σκοτώσει κάποιον φίλο του) ή σεξουαλικές εικόνες/φαντασιώσεις. Οι ψυχαναγκασμοί είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο που βιώνει σχεδόν το σύνολο των ανθρώπων, όμως μόνο ένα μικρό ποσοστό πληροί τα κριτήρια της Ψυχαναγκαστικής Διαταραχής, βιώνοντας τους ψυχαναγκασμούς με έντονο άγχος.

Το βασικό χαρακτηριστικό, λοιπόν, της Ψυχαναγκαστικής Διαταραχής είναι επαναλαμβανόμενοι ψυχαναγκασμοί και καταναγκασμοί, που έχουν γίνει πολύ ενοχλητικοί για το άτομο, φτάνοντας να καταναλώνουν αρκετό από το χρόνο του κάθε μέρα και να προκαλούν σημαντική έκπτωση στη λειτουργικότητά του. Συνήθως, το άτομο προσπαθεί να αγνοήσει ή να καταστείλει τους ψυχαναγκασμούς ή να τους εξουδετερώσει με κάποια άλλη σκέψη ή πράξη, δηλαδή με κάποιον καταναγκασμό.

Οι καταναγκασμοί είναι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, όπως πλύσιμο χεριών, έλεγχος, τακτοποίηση αντικειμένων, ενώ μπορεί να είναι και νοητικές πράξεις, όπως προσευχή, μέτρημα, σιωπηλή επανάληψη λέξεων. Επίσης, υπάρχει και καταναγκαστική βραδύτητα, η οποία έχει συνήθως σχέση με τη φροντίδα του σώματος ή τις υποχρεώσεις της καθημερινής ζωής, όπως το νοικοκυριό. Το άτομο με ψυχαναγκαστική διαταραχή νιώθει αναγκασμένο να εκτελέσει τους καταναγκασμούς ως απάντηση σε ένα ψυχαναγκασμό – αν προσπαθήσει να αντισταθεί, αισθάνεται υπέρμετρο άγχος.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, το άτομο κάποια στιγμή παραδέχεται ότι οι ψυχαναγκασμοί και οι καταναγκασμοί του είναι υπερβολικοί και παράλογοι, ωστόσο νιώθει ότι δεν μπορεί να συμπεριφερθεί διαφορετικά. Μαζί με το άγχος, συνυπάρχει και έντονο αίσθημα ενοχής. Διόλου σπάνια, τα άτομα με ψυχαναγκαστική διαταραχή επισκέπτονται διάφορους γιατρούς λόγω ψυχαναγκαστικής ανησυχίας για ασθένειες.

Η ψυχαναγκαστική διαταραχή συνήθως ακολουθεί μια πορεία που δημιουργεί ολοένα και μεγαλύτερα εμπόδια στην καθημερινότητα του ατόμου. Δυσκολίες να ανταπεξέλθει στην εργασία του και προστριβές στην οικογένεια είναι πολύ συνηθισμένες. Τεράστια ένταση δημιουργείται από την προσπάθεια του ατόμου να διατηρεί την ισορροπία σε δύο κόσμους συγχρόνως: να λειτουργεί με κάποιο τρόπο στον «κόσμο των φυσιολογικών», χωρίς να ξεχωρίζει με κάποια παράξενη συμπεριφορά, και στον «κόσμο του ψυχαναγκασμού» χωρίς να κάνει κάποιο «λάθος».

Σημαντικό για την κατανόηση της ψυχαναγκαστικής διαταραχής είναι το γεγονός ότι η δυσφορία προέρχεται από την εκτίμηση που κάνει το άτομο σχετικά με τους ψυχαναγκασμούς του: συνήθως τους ερμηνεύει ως ένδειξη ότι μπορεί να είναι υπεύθυνο για κάποιο κακό, εκτός κι αν κάνει κάτι για να το αποτρέψει. Είναι σα να πιστεύει πως «αφού περνά η ιδέα από το μυαλό μου, είναι σαν να το έκανα, είμαι το ίδιο ένοχος». Για να αποτρέψει το κακό και την ενοχή που αυτό συνεπάγεται, καταφεύγει στους καταναγκασμούς – μετά την εκτέλεση του καταναγκασμού, επιτέλους ανακουφίζεται, μέχρι την επόμενη φορά, βέβαια. Εδώ φαίνεται και η συγγένεια της ψυχαναγκαστικής διαταραχής με τις προλήψεις και τη λεγόμενη «μαγική σκέψη»: για παράδειγμα, αν πω/σκεφτώ κάτι κακό (ψυχαναγκασμός), πρέπει να «χτυπήσω ξύλο» αμέσως (καταναγκασμός), αλλιώς το κακό θα συμβεί.

Η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία της ψυχαναγκαστικής διαταραχής κινείται σε δύο κατευθύνσεις. Από τη μία, είναι σημαντικό να καταφέρει να δει το άτομο αποστασιοποιημένα τους ψυχαναγκασμούς του, ως απλές σκέψεις που δε χρήζουν περαιτέρω ενασχόλησης. Από την άλλη, κάθε πετυχημένη θεραπεία απαιτεί, σε κάποια φάση, άμεση αντιπαράθεση του ατόμου με τις σκέψεις/ψυχαναγκασμούς ή τα αντικείμενα και καταστάσεις (π.χ. άπλυτα χέρια) που προκαλούν το άγχος, χωρίς να ενδίδει στον καταναγκασμό. Αρχικά το άγχος θα αυξάνεται, αλλά σταδιακά θα μειωθεί. Πέρα από αυτές τις δύο γενικές διαστάσεις, η θεραπεία της ψυχαναγκαστικής διαταραχής απαιτεί συνήθως αρκετό χρόνο και υπομονή, γιατί στην προέλευση και συντήρηση της διαταραχής εμπλέκονται διάφοροι παράγοντες, ενώ συνήθως οι πάσχοντες καταφεύγουν στον ειδικό αφού η διαταραχή έχει προχωρήσει αρκετά.