Η ψυχανάλυση είναι η πιο γνωστή στον πολύ κόσμο σχολή ψυχοθεραπείας, έστω και ως λέξη, καθώς είναι και η πρώτη που παρουσιάστηκε. Συχνή είναι η ταύτιση της ψυχοθεραπείας εν γένει, με την ψυχανάλυση, όπως και του ψυχοθεραπευτή με τον ψυχαναλυτή. Στην πραγματικότητα, η ψυχανάλυση είναι μια από τις πολλές μορφές ψυχοθεραπείας και «ψυχαναλυτής» αποκαλείται ο ψυχοθεραπευτής που ασκεί αυτού του είδους την ψυχοθεραπεία.

Η ψυχανάλυση βασίζεται στη θεωρία του Freud, σύμφωνα με την οποία, ψυχοπαθολογία αναπτύσσεται όταν οι άνθρωποι αγνοούν (δηλαδή απωθούν στο ασυνείδητο) τα αληθινά κίνητρα και τους φόβους τους. Μπορούν να επανέλθουν σε υγιή λειτουργία μόνο αν αντιληφθούν τα «απωθημένα» τους. Η ψυχαναλυτική θεραπεία προσπαθεί να άρει την απώθηση και να βοηθήσει τον ασθενή να αντικρίσει τη σύγκρουση και να την επιλύσει στο φως της ενήλικης πραγματικότητας. Η διαδικασία αυτή δίνει στο άτομο την ευκαιρία να αντιμετωπίσει ξανά τις παλιές συγκρούσεις, και η αλλαγή συντελείται εξαιτίας κάποιων θεραπευτικών παραγόντων: κατά την ανάλυση, η σύγκρουση είναι λιγότερο έντονη απ’ ό,τι ήταν αρχικά, ενώ ο ψυχαναλυτής τηρεί διαφορετική στάση από αυτή που είχαν τότε οι γονείς. Επίσης, οι ασθενείς που υποβάλλονται σε ανάλυση είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία και πιο ώριμοι. Κατανοώντας, λοιπόν, τις παλιές συγκρούσεις και αναγνωρίζοντας ότι τα άγχη δεν είχαν σχέση με την πραγματικότητα, οι ασθενείς μπορούν να προχωρήσουν στη μέγιστη ικανοποίηση των ενστίκτων και των αναγκών τους, μέσα στα όρια της πραγματικότητας και βάσει των προσωπικών τους ηθικών πεποιθήσεων.

Η ψυχανάλυση δεν εστιάζει στο παρουσιαζόμενο σύμπτωμα, όπως, για παράδειγμα, τις κρίσεις πανικού, αλλά στις ασυνείδητες συγκρούσεις. Επομένως, μια επιτυχημένη ψυχανάλυση πρέπει να δημιουργήσει συνθήκες τέτοιες, όπου αυτές οι απωθημένες συγκρούσεις μπορούν να βιωθούν συνειδητά, έτσι ώστε να ελεγχθούν και να τροποποιηθούν. Στην προσπάθειά τους αυτή, οι ψυχαναλυτές χρησιμοποιούν διάφορες τεχνικές, όπως ο ελεύθερος συνειρμός και η ερμηνεία των ονείρων.

Ο ψυχαναλυτής δεν εμπλέκεται ενεργά βοηθώντας τον ασθενή να αντιμετωπίσει την καθημερινότητά του. Με το να κρατά απόσταση, πιστεύει ότι βοηθά τον ασθενή και αυτό είναι ακόμα ένα σημείο διαφοροποίησης της ψυχανάλυσης από άλλες ψυχοθεραπείες.

Η κλασική ψυχανάλυση, τέλος, είναι μια διαδικασία πολύ δεσμευτική, καθώς περιλαμβάνει περισσότερες από μία συνεδρίες την εβδομάδα, για διάστημα αρκετών ετών. Αυτή η έντονη και μακρόχρονη σχέση καθιστά την ψυχανάλυση μια κεντρική εμπειρία στη συναισθηματική ζωή του ασθενούς. Στην πράξη, βέβαια, στις μέρες μας, γίνονται λιγότερες συνεδρίες και για λιγότερα χρόνια, ενώ υπάρχουν και μορφές βραχείας ψυχαναλυτικής θεραπείας, που διαρκούν ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα (συνήθως από τρεις μέχρι δώδεκα μήνες).

Πηγές και βιβλιογραφία μπορούν να βρεθούν στο αναλυτικό άρθρο για την ψυχανάλυση.