«Την ώρα που περιμέναμε τα θέματα των εξετάσεων, με έλουσε κρύος ιδρώτας, ενώ ένιωθα να μη θυμάμαι τίποτα απ’ όσα είχα διαβάσει».

«Όταν σηκώθηκα για την παρουσίασή μου, η καρδιά μου χτυπούσε όλο και πιο δυνατά, ενώ το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος».

«Όταν το θέατρο γέμισε, ένιωθα να πνίγομαι, δεν άντεχα άλλο εκεί μέσα κι έπρεπε να φύγω αμέσως».

Οι παραπάνω περιγραφές είναι αντιπροσωπευτικές περιγραφές καταστάσεων όπου ένα άτομο βιώνει άγχος. Τι είναι λοιπόν το άγχος; Τι σχέση έχει με το φόβο και ποια λειτουργία επιτελεί;

Φόβος και άγχος

Πότε «φοβάμαι»; Φοβάμαι όταν εκτιμώ πως βρίσκομαι σε μια επικίνδυνη κατάσταση. Ο φόβος, δηλαδή, είναι μια διαδικασία σκέψης, ένας υπολογισμός ότι κινδυνεύουμε σε μια δεδομένη στιγμή. Όταν πιστεύουμε ότι κινδυνεύουμε, όταν, δηλαδή, φοβόμαστε, ο οργανισμός μας αντιδρά με άγχος. Το άγχος συνοδεύεται από ποικίλες αντιδράσεις και συμπτώματα που διακρίνονται σε:

Συναισθηματικές: πρόκειται για το δυσάρεστο βίωμα του άγχους που δίνει και την αίσθηση του «επείγοντος» στην κατάσταση – το άτομο νιώθει αγχωμένο, ανήσυχο, τρομοκρατημένο, ανυπόμονο, νευρικό.

Γνωστικές, οι οποίες αφορούν τη σκέψη. Μπορεί, π.χ., να μπει το άτομο σε υπερβολική επαγρύπνηση ή, αντίθετα, να «θολώνει» ή να «αδειάζει» το μυαλό, να έχει σύγχυση στη σκέψη του, να έχει την αίσθηση ότι δεν μπορεί να ελέγξει τη σκέψη του ή να μπλοκάρει η σκέψη του, να μη θυμάται σημαντικά πράγματα, να δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί, να δυσκολεύεται να σκεφτεί λογικά, να φοβάται ότι χάνει τον έλεγχο, ότι δε θα τα «βγάλει πέρα», ότι θα τραυματιστεί, θα αρρωστήσει ή θα πεθάνει, ότι τρελαίνεται κοκ.

Συμπεριφορικές, οι οποίες βασίζονται σε κάποιες πρωτόγονες στρατηγικές επιβίωσης: πάλη (άμυνα εναντίον εξωτερικού κινδύνου) – φυγή (απομάκρυνση από τον κίνδυνο/αναζήτηση βοήθειας από άλλους) – πάγωμα (αναστολή κάθε δράσης).

Φυσιολογικές (σωματικές), οι οποίες προέρχονται από τοαυτόνομο νευρικό σύστημα,συμπαθητικόκαιπαρασυμπαθητικό. Περιλαμβάνουν συμπτώματα όπως: αίσθημα παλμών στην καρδιά, ταχυκαρδία, αυξημένη ή μειωμένη πίεση, αίσθημα λιποθυμίας, γρήγορη αναπνοή, δυσκολία να πάρει το άτομο αέρα, κοφτή ανάσα, πίεση στο στήθος, κόμπο στο λαιμό, αίσθημα πνιγμού, τρόμο («τρέμουλο»), ακαμψία, αστάθεια, γενική αδυναμία, απώλεια όρεξης, αποστροφή για το φαγητό, κοιλιακή δυσφορία ή πόνο, καούρα, ναυτία, εμετό, συχνοουρία, αναψοκοκκίνισμα, χλώμιασμα, εφίδρωση (στις παλάμες ή γενικευμένη), κρυάδες και εξάψεις, φαγούρα και πολλά άλλα.

Η λειτουργία του άγχους

Το άγχος, λοιπόν, θεωρείται «φυσιολογικό» αν: όταν πονάμε, νιώθουμε επιτακτική την ανάγκη να κάνουμε κάτι για να σταματήσει ο πόνος. Το πρόβλημα του οργανισμού μας, προφανώς, δεν είναι ο πόνος καθαυτός, αλλά κάτι άλλο, όπως, λ.χ., μια σκωληκοειδίτιδα ή μια τερηδόνα.

Αντίστοιχα, όταν αγχωνόμαστε, το βίωμα του άγχους ελκύει σε μεγάλο βαθμό την προσοχή μας και προσπαθούμε να το μειώσουμε. Αφού, όπως είδαμε, το άγχος είναι αντίδραση στο φόβο, δηλαδή στον κίνδυνο, μας βοηθά να πάρουμε τα μέτρα μας για να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο. Αν ελαττωθεί ο κίνδυνος, θα ελαττωθεί και το άγχος που, εν προκειμένω, επιτελεί μια χρήσιμη και υγιή λειτουργία.

Πότε, λοιπόν, καθίσταται προβληματική η λειτουργία του άγχους; Στις λεγόμενες «διαταραχές άγχους», υπάρχουν κάποια μοτίβα στη σκέψη του ατόμου, τα οποία συνεχώς ερμηνεύουν λαθεμένα διάφορες καταστάσεις ή ερεθίσματα ως σήματα κινδύνου. Το άτομο, δηλαδή, κάνει μια υπερβολική εκτίμηση του κινδύνου που υπάρχει σε μια κατάσταση.

Παράλληλα, υποεκτιμά την ικανότητά του να τα βγάλει πέρα, καθώς πιστεύει ότι η αντιμετώπιση της κατάστασης είναι πάνω από τις δυνατότητές του. Αφού, λοιπόν, πιστεύει ότι βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο, τον οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει, τότε το άγχος δεν τον βοηθά, αλλά γίνεται ένα μεγάλο βάρος. Κάθε φορά που το άτομο πρόκειται να βρεθεί στην φοβική κατάσταση, το άγχος επανέρχεται και επιμένει.

Όπως είδαμε και στο προηγούμενο άρθρο, το άγχος θεωρείται «φυσιολογικό» αν προκαλείται από έναν ρεαλιστικό κίνδυνο και υποχωρεί όταν ο κίνδυνος εξαφανίζεται. Αν, όμως, το άγχος είναι υπερβολικά έντονο σε σχέση με την πραγματική επικινδυνότητα της κατάστασης και συνεχίζεται ακόμα κι αν δεν υπάρχει αντικειμενικός κίνδυνος, τότε θεωρείται μη φυσιολογικό.

Επίσης, αν το άγχος έχει σημαντικά αρνητικό αντίκτυπο στη λειτουργικότητα του ατόμου, εμποδίζοντας, π.χ., την κοινωνική του προσαρμογή, τότε μπορούμε να πούμε ότι το άτομο έχει παθολογικό άγχος. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που το άτομο νιώθει να υποφέρει πάρα πολύ εξαιτίας του άγχους ή αν υπάρχει κάποιο ψυχοσωματικό σύμπτωμα που προέρχεται από το άγχος. Φυσικά, δεν είναι πάντα εύκολο να προσδιοριστεί το όριο μεταξύ λειτουργικού και μη φυσιολογικού άγχους, καθώς αυτό επηρεάζεται ως ένα βαθμό και από κοινωνικές αντιλήψεις.

Το «παθολογικά» αγχώδες άτομο

Όταν αγχώνεται παθολογικά ένα άτομο, η προσοχή του εστιάζει ακούσια, χωρίς να το επιδιώκει, στον κίνδυνο και την απειλή, στα ερεθίσματα που αντιλαμβάνεται ως απειλητικά. Συνεχώς «σαρώνει» το περιβάλλον για σημάδια επικείμενης καταστροφής ή βλάβης/κακού. Έτσι, καθώς ξοδεύονται όλοι οι διαθέσιμοι πόροι του σε αυτήν τη διαδικασία, δε μένουν περιθώρια σκέψης για τίποτα άλλο. Το (σε παθολογικό βαθμό) αγχώδες άτομο βιώνει πολλούς λαθεμένους συναγερμούς που το κρατούν σε μια συνεχή κατάσταση έντασης. Έχει επίμονες, ακούσιες, αυτόματες σκέψεις (με λέξεις ή εικόνες) που αφορούν σωματική ή ψυχική βλάβη. Ακόμα κι αν το άτομο συμφωνεί ότι είναι παράλογοι οι φόβοι του, συμπεριφέρεται σα να πιστεύει στην εγκυρότητά τους. Αυτό είναι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο τα πολύ αγχωμένα άτομα μπορεί να φοβούνται ότι «χάνουν τα λογικά τους».

Επίσης, το παθολογικά αγχώδες άτομο σκέφτεται συνεχώς τη χειρότερη δυνατή έκβαση των πραγμάτων, με αποτέλεσμα να φτάνει να τη θεωρεί εξαιρετικά πιθανή, σχεδόν σίγουρη – καταστροφολογεί. Επίσης, επιλέγει και θυμάται μόνο τα στοιχεία που συμφωνούν με το φόβο του και αγνοεί συστηματικά όσα υποδεικνύουν ότι ο φόβος του μπορεί να μην είναι βάσιμος. Ερμηνεύει τα πράγματα διχοτομικά: αν μια κατάσταση δεν είναι απολύτως, 100%, ασφαλής, τότε είναι επικίνδυνη.

Αυτό εντείνεται όσο το άτομο πλησιάζει την «επικίνδυνη» κατάσταση, όποτε όμως είναι μακριά, μπορεί να δει τα πράγματα πιο ρεαλιστικά. Ενδιαφέρον έχει η παρατήρηση ότι τα άτομα με παθολογικό άγχος, όταν εκτεθούν επανειλημμένα σε ένα ερέθισμα που φοβούνται, αγχώνονται περισσότερο. Το αντίθετο συμβαίνει με τα μη αγχώδη άτομα, τα οποία προσαρμόζονται και παύουν να αγχώνονται. Αυτό δείχνει ότι το αγχώδες άτομο δυσκολεύεται να διακρίνει τι είναι και τι δεν είναι ασφαλές: γι’ αυτό, όλες οι καταστάσεις είναι εν δυνάμει επικίνδυνες.

Μη ρεαλιστικοί φόβοι – μη λειτουργικό άγχος

Ποιοι, όμως, μπορεί να είναι μη ρεαλιστικοί φόβοι που να προκαλούν παθολογικό ή, εν πάση περιπτώσει, μη λειτουργικό άγχος σε κάποιον; Μπορεί ένα άτομο να φοβάται την έκθεσή του μπροστά σε κοινό για μια ομιλία ή παρουσίαση, ακόμα κι αν έχει προετοιμαστεί καλά· την εξέτασή του σε ένα μάθημα, ακόμα κι αν έχει διαβάσει αρκετά· το να πλησιάσει ένα σκυλί, ακόμα κι αν αυτό είναι μικρό και ήσυχο· το να βρίσκεται σε ένα μέρος με πολύ κόσμο· το να ζητήσει κάτι σε ένα κατάστημα ή υπηρεσία ή το να μιλήσει με κάποιον άγνωστο στο τηλέφωνο· το να βρίσκεται σε ένα ψηλό κτίριο· το να οδηγεί.
Τα παραπάνω είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα συνηθισμένων καταστάσεων όπου πολλοί άνθρωποι αγχώνονται. Άλλοι αγχώνονται λιγότερο, οπότε το άγχος δεν τους δημιουργεί σοβαρές δυσκολίες. Άλλοι, όμως, αγχώνονται σε τέτοιο βαθμό που δυσχεραίνεται σε μεγάλο βαθμό η λειτουργικότητά τους. Πιθανότατα, όπως θα δούμε σε επόμενα άρθρα, αυτά τα άτομα να πάσχουν από κάποια φοβία ή να παθαίνουν κρίσεις πανικού.

ΒΟΗΘΗΜΑ: Beck, A. T. & Emery, G. (2005). Anxiety disorders and phobias: a cognitive perspective. Cambridge, MA: Basic Books.