Τι είναι το bullying;
Σχολικός εκφοβισμός (ή bullying) είναι η εσκεμμένη, απρόκλητη, συστηματική και επαναλαμβανόμενη βίαιη και επιθετική συμπεριφορά, η οποία έχει σκοπό την επιβολή και την πρόκληση σωματικού και ψυχικού πόνου σε μαθητές από συμμαθητές τους, μέσα και έξω από το σχολείο. Ο εκφοβισμός εμπεριέχει πάντα κάποια ανισότητα στη δύναμη, καθώς κατευθύνεται προς εκείνα τα παιδιά που θεωρούνται από τα υπόλοιπα ως αδύναμα, είτε σωματικά είτε ψυχολογικά.
Παρότι μπορεί στα περιστατικά εκφοβισμού να συμμετέχουν ακόμα και 2 άτομα μονάχα, ο εκφοβισμός στην ουσία είναι ομαδικό φαινόμενο. Εκτός από τον μαθητή (ή μαθητές) που εκφοβίζει και τον μαθητή (ή μαθητές) που εκφοβίζεται, υπάρχουν και οι παρατηρητές: πρόκειται για τα πρόσωπα εκείνα που είναι παρόντα ή γνωρίζουν την ύπαρξη του φαινομένου και μπορεί να είναι μαθητές ή ενήλικες.
Τι δεν είναι σχολικός εκφοβισμός
Στο σχολικό περιβάλλον, συχνά συμβαίνουν μαλώματα μεταξύ μαθητών, τα οποία μπορεί να γίνουν και αρκετά βίαια. Είναι, άραγε, όλα αυτά τα περιστατικά, περιστατικά εκφοβισμού; Όταν τα εμπλεκόμενα μέρη είναι ίσης δύναμης και όχι άνισης – λόγω αριθμού, σωματικής διάπλασης, κοινωνικής θέσης, κουλτούρας κλπ – τότε πρόκειται για σύγκρουση, βίαιη ίσως, αλλά όχι εκφοβιστική συμπεριφορά. Εκτός από την ισότητα στη δύναμη, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, παρατηρείται επίσης όμοια συναισθηματική αντίδραση. Αυτό σημαίνει ότι και οι δύο μαθητές είναι θυμωμένοι, οπότε και επιτίθενται ο ένας στον άλλο.
Αντίθετα, στον εκφοβισμό, ο μαθητής – στόχος νιώθει φόβο και πιστεύει ότι αδυνατεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Συχνά, επίσης, συγχέεται ο εκφοβισμός με το «πείραγμα». Εδώ είναι διπλή η παγίδα: πολλοί παραβλέπουν φαινόμενα εκφοβισμού, θεωρώντας τα «απλά πειράγματα» που κάνουν τα παιδιά. Το άλλο άκρο είναι να θεωρούμε κάθε πείραγμα μεταξύ των μαθητών, εκφοβισμό. Ο διαχωρισμός είναι απλός: αν διασκεδάζει αληθινά και το παιδί προς το οποίο κατευθύνεται το πείραγμα, τότε, προφανώς, δε μιλάμε για εκφοβισμό. Αν το παιδί αυτό ενοχλείται ή στενοχωριέται, τότε πιθανότατα η κατάσταση έχει ξεφύγει από τα όρια ενός αθώου πειράγματος.
Μορφές εκφοβισμού
Ο σχολικός εκφοβισμός μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, οι οποίες συχνά συνυπάρχουν:
Σωματικός (χτυπάω, κλωτσάω, σπρώχνω, φτύνω, βάζω τρικλοποδιά, κλέβω, κρύβω, καταστρέφω τα πράγματα)
Λεκτικός (κοροϊδεύω, προσβάλλω, βρίζω, κάνω σεξουαλικά υπονοούμενα ή/και χειρονομίες)
Έμμεσος ή κοινωνικός (εκβιάζω, απειλώ με σωματική βία και απαιτώ χρήματα ή πράγματα, διαδίδω φήμες, απομονώνω κοινωνικά, προδίδω τα μυστικά, προσβλητικά γκράφιτι)
Ηλεκτρονικός (μέσω κινητού τηλεφώνου ή διαδικτύου, απειλές, προσβολές, δυσφήμιση, κοινωνική απομόνωση, δημοσιοποίηση πληροφοριών και εικόνων χωρίς άδεια, ψεύτικη ταυτότητα για εκμαίευση πληροφοριών και γελοιοποίηση).
Όλες οι παραπάνω μορφές εκφοβισμού μπορεί να έχουν ρατσιστικό ή σεξουαλικό περιεχόμενο.
Γιατί ένα παιδί υφίσταται σχολικό εκφοβισμό;
Συχνά, τα παιδιά που εκφοβίζονται ανήκουν σε μια μειοψηφική ομάδα. Στόχος, λοιπόν, γίνεται το «διαφορετικό», το οποίο μπορεί να αφορά οποιοδήποτε ανθρώπινο γνώρισμα. Μπορεί να έχουν διαφορετική εθνική καταγωγή και θρήσκευμα, πολύ συχνότερα, όμως, διαφέρουν σε πιο «καθημερινές» διαστάσεις: μπορεί να έχουν διαφορετική εμφάνιση (σωματικά χαρακτηριστικά – παχυσαρκία, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά προσώπου, ντύσιμο, κούρεμα/χτένισμα) ή σεξουαλικό προσανατολισμό. Μπορεί, απλώς, να είναι περισσότερο μοναχικά παιδιά, με συνήθειες και συμπεριφορά που διαφέρουν από των υπόλοιπων παιδιών.
Είναι πολύ συνηθισμένο να λέγεται ότι τα παιδιά που εκφοβίζονται έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και δεν πιστεύουν στον εαυτό τους. Μολονότι κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύει, σημαντικότερο είναι ότι, μετά από περιστατικά εκφοβισμού, τα παιδιά αυτά παίρνουν το μήνυμα ότι όντως είναι κατώτερα και δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα, όπως επίσης και ότι κανένας δε θα τους υποστηρίξει ή θα τους βοηθήσει. Ενδεχομένως, νιώθουν ότι η οικογένειά τους δε θα τους καταλάβει και φοβούνται ότι θα τους επικρίνουν (ή και θα τους απορρίψουν) οι δικοί τους. Χαρακτηριστικό λάθος που κάνουν οι ενήλικες (γονείς, συγγενείς, εκπαιδευτικοί) στην καλοπροαίρετη προσπάθειά τους να βοηθήσουν ένα παιδί που εκφοβίζεται, είναι να του «θίγουν τον εγωισμό»: «τι άντρας είσαι εσύ», «κανονικά θα ‘πρεπε να τους δείρεις εσύ», «μην κάνεις σα μωρό», «αντιμετώπισέ το» και λοιπές, παρόμοιες εκφράσεις ΔΕΝ βοηθούν το παιδί να βελτιώσει την αυτοεκτίμησή του. Απεναντίας, το πείθουν ακόμα περισσότερο ότι είναι αδύναμο ή και ότι φταίει για αυτό που το συμβαίνει, το ωθούν να αντιδρά περισσότερο παθητικά και να νιώθει απελπισία και ντροπή.
Γιατί κάποια παιδιά εκφοβίζουν;
Τα παιδιά που εκφοβίζουν μπορεί σε παλιότερα ή σε άλλο χώρο να υπήρξαν και τα ίδια αποδέκτες εκφοβιστικών ή βίαιων συμπεριφορών. Μπορεί να έχουν κακοποιηθεί, να έχουν συναισθήματα ανασφάλειας και δυστυχίας και να μεγαλώνουν σε ένα απορριπτικό και βίαιο περιβάλλον από το οποίο απουσιάζει η ενσυναίσθηση και η αποδοχή.
Εξίσου πιθανό είναι, όμως, να προσπαθούν να νιώσουν ανώτεροι από τους άλλους (εδώ, σημαντικό ρόλο μπορεί να διαδραματίζει και η ζήλια τους για τον αποδέκτη της εκφοβιστικής συμπεριφοράς), να επιδιώκουν να τραβήξουν την προσοχή, να θέλουν να τύχουν αποδοχής και να γίνουν περισσότερο δημοφιλείς, ανεβαίνοντας στην κοινωνική ιεραρχία και αποκτώντας υψηλό «status» στην ομάδα των συνομηλίκων. Για διάφορους λόγους, προτιμούν να το πετύχουν αυτό με αρνητικό τρόπο, προκαλώνταςβλάβη στους άλλους, παρά με θετικό τρόπο (π.χ. επιδόσεις στα μαθήματα, σε αθλήματα, κλπ). Η συμπεριφορά τους αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, συχνότατα, είναι πράγματι δημοφιλείς στην πλειοψηφία των συμμαθητών τους.
Η εμφάνιση του προβλήματος του εκφοβισμού διευκολύνεται απόδιάφορους παράγοντες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και μπορούν να ανιχνευθούν τόσο μέσα στην οικογένεια, όσο και στο σχολείο και την κοινωνία/κοινότητα: αυταρχικότητα, τιμωρητικότητα, έλλειψη ορίων, χρήση βίας ως μεθόδου επίλυσης προβλημάτων, ανοχή στη βίαιη συμπεριφορά, ανταγωνιστικότητα, έλλειψη ενθάρρυνσης πρωτοβουλίας και δημιουργικότητας.
Τι μπορούμε να κάνουμε;
Όπως είδαμε, ακόμα κι αν το παιδί που εκφοβίζει λειτουργεί μόνο του, η συμπεριφορά του έχει σχεδόν πάντα μάρτυρες. Οι απλοί παρατηρητές του βίαιου περιστατικού, ενδυναμώνουν με την αδιαφορία τους το παιδί που εκφοβίζει, καθώς η αδυναμία ή απροθυμία τους να κάνουν κάτι, ερμηνεύεται ως συγκατάθεση για τη συνέχιση της επιθετικότητας – πόσο μάλλον αν δεν είναι απλώς παθητικοί, αλλά δείχνουν να διασκεδάζουν με ό,τι γίνεται. Οι μαθητές πολύ συχνά πιστεύουν ότι μιλώντας κάπου για αυτό που συμβαίνει δεν θα αλλάξει κάτι. Επίσης, νομίζουν ότι το να αναφέρουν το περιστατικό είναι «κάρφωμα», ενώνιώθουν ανήμποροι να βοηθήσουν.
Οι παρατηρητές καλό είναι να βάλουν τον εαυτό τους στη θέση του παιδιού που εκφοβίζεται και να σκεφτούν πώς μπορεί να αισθάνεται.Εάν βλέπουν ότι οι φίλοι τους εκφοβίζουν άλλους μαθητές, ας τους βοηθήσουν να καταλάβουν ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά πληγώνει και προκαλεί πόνο, αποτρέποντάς τους από αυτήν. Επίσης, αν κάτι τέτοιο είναι ασφαλές, μπορούν να προσπαθήσουν να παρέμβουν για να σταματήσουν τη βία. Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι η συνέχιση της βίας, με τη βίαιη τιμωρία παιδιών που εκφοβίζουν, δεν είναι λύση. Μπορούν, φυσικά, να ζητήσουν βοήθεια: να μιλήσουν σε έναν ενήλικα που εμπιστεύονται, κάποιον εκπαιδευτικό, τους γονείς τους, κάποιον ειδικό. Η επικοινωνία μαζί τους μπορεί να είναι χρήσιμη για να βρεθούν ουσιαστικές λύσεις – σε μερικές περιπτώσεις επιβάλλεται.
Τέλος, το παιδί που βιώνει το σχολικό εκφοβισμό πρέπει να μιλήσει. Δε φταίει γι’ αυτό που του συμβαίνει, κανείς δε δικαιούται να του φέρεται έτσι και, όσο κι αν του φαίνεται απίστευτο, υπάρχουν άνθρωποι που θα το βοηθήσουν και θα το στηρίξουν.
Ας μην ξεχνάμε ότι η αντιμετώπιση του bullying δεν αφορά μόνο κάποιους «άλλους», αλλά είναι θέμα όλων μας.