Η ψυχοθεραπεία που αναπτύχθηκε από την ανθρωπιστική θεωρία του Rogers ονομάστηκε «πελατοκεντρική», καθώς υποστηρίζει ότι αντιμετωπίζει το πρόσωπο που ζητά βοήθεια ως υπεύθυνο πελάτη και όχι ως ασθενή. Για τον Rogers, η διαφορά μεταξύ υγιούς και «νευρωτικού» ατόμου βρίσκεται στην ύπαρξη ή μη συμφωνίας μεταξύ εαυτού και εμπειρίας. Το ψυχολογικά «διαταραγμένο» ή, καλύτερα, δυσπροσάρμοστο άτομο, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από την προαναφερθείσα ασυμφωνία εαυτού-εμπειρίας. Ο Rogers δε διέκρινε παθολογικές μορφές, διέκρινε όμως διαφορετικούς τύπους αμυντικής συμπεριφοράς. Κάποιοι θυμίζουν πολύ την Ψυχαναλυτική θεωρία, όπως, για παράδειγμα, η εκλογίκευση, όπου κάποιος που θεωρεί τον εαυτό του αλάνθαστο μπορεί να αποδώσει ένα λάθος του σε άλλους παράγοντες. Μπορεί, επίσης, κάποιος που πιστεύει ότι είναι ιδιαίτερα ικανός, να καταφύγει στη φαντασία, νομίζοντας, για παράδειγμα, ότι τον θέλουν όλες οι γυναίκες και να αρνείται κάθε εμπειρία που αντικρούει αυτή την εικόνα. Μια ακόμη άμυνα που αναφέρεται είναι η προβολή, που επίσης φέρνει στο νου τη φροϋδική θεωρία. Το σημαντικό, όμως, για τον Rogers, είναι η αντιμετώπιση της ασυμφωνίας εαυτού – εμπειρίας. Επιπλέον, οι αντιλήψεις αποκλείονται επειδή είναι αντιφατικές και όχι επειδή είναι ανάρμοστες. Αξίζει, ακόμα, να σημειωθεί ότι στη θεωρία του Rogers δεν είναι τόσο σημαντική η κατηγοριοποίηση των μηχανισμών άμυνας[1]. Επίσης, αργότερα στη ζωή του, ο Rogers ασχολήθηκε περισσότερο με τις ομάδες, δηλώνοντας ότι η αλλαγή είναι ευκολότερη και γρηγορότερη μέσα σε τέτοια, ομαδικά, πλαίσια[2].
Ο Rogers απέφευγε να θέτει στόχους στον πελάτη κατά τη θεραπεία. Ο πελάτης είναι αυτός που θα πάρει την πρωτοβουλία και θα κατευθύνει την πορεία της συζήτησης και της συνεδρίας. Δουλειά του θεραπευτή είναι να δημιουργήσει τέτοιες συνθήκες, ώστε ο πελάτης να μπορεί να ξαναγυρίσει στη βασική του φύση και να κρίνει ο ίδιος, ανεξάρτητα, ποια πορεία ζωής είναι ουσιαστικά ευχάριστη. Εκτός από ευτυχισμένος, ο πελάτης θα γίνει τελικά και καλός, πολιτισμένος άνθρωπος. Ο δρόμος μέχρι εκεί, όμως, δεν είναι εύκολος: οι άνθρωπος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του. Ακόμα και όταν ένας πελάτης φαίνεται ανίκανος να πάρει οποιαδήποτε απόφαση, ο θεραπευτής πρέπει να αποφύγει να δώσει συμβουλές καθοδηγώντας τον. Αν η θεραπευτική ατμόσφαιρα είναι ζεστή και δεκτική, τότε η εσωτερική ικανότητα του πελάτη για ανάπτυξη θα ελευθερωθεί. Η όποια ανακούφιση προέλθει από μια κατευθυντική παρέμβαση του θεραπευτή θα είναι βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμα θα συγκρουστεί με την ανάπτυξη του πελάτη. Ο θεραπευτής δεν πρέπει να γίνει ένα ακόμα άτομο που ο πελάτης θα θέλει να ευχαριστήσει.
Αρχικά, ο Rogers μίλησε για τεχνικές, όμως στην πορεία έδωσε έμφαση περισσότερο στο θεραπευτικό κλίμα, στη στάση και το συναίσθημα του θεραπευτή, ο οποίος πρέπει να έχει συγκεκριμένες ιδιότητες. Πρώτη ιδιότητα είναι η αυθεντικότητα, που περιλαμβάνει τον αυθορμητισμό, την ειλικρίνεια και τη γνησιότητα[3]. Ο θεραπευτής πρέπει να συμπεριφέρεται φυσικά και χωρίς να παρουσιάζει κανένα προσωπείο, έτσι ώστε οι πελάτες να μπορούν να τον εμπιστευθούν. Πρέπει να βιώνει ουσιαστικά τα γεγονότα της θεραπευτικής σχέσης τη στιγμή που αυτά συμβαίνουν[4]
Ο θεραπευτής δεν προσποιείται, ούτε έχει επαγγελματικό προσωπείο, ενώ αποκαλύπτει τα αισθήματα και τις σκέψεις του άμεσα στον πελάτη. Με αυτό τον τρόπο, γίνεται μοντέλο του πώς είναι κάποιος που βρίσκεται σε επαφή με τα συναισθήματά του και μπορεί να τα εκφράσει υπεύθυνα. Ο ροτζεριανός θεραπευτής έχει το κουράγιο να παρουσιαστεί όπως πραγματικά είναι στον εαυτό του και στους άλλους, αντίθετα με τον Ψυχαναλυτή. Το δεύτερο χαρακτηριστικό του επιτυχημένου ανθρωπιστή θεραπευτή είναι η ικανότητα για άνευ όρων θετική αναγνώριση και αποδοχή. Ενώ οι άλλοι άνθρωποι θέτουν όρους του τύπου «θα σε αγαπώ αν…» ή «θα είσαι άξιος αν…», ο ανθρωπιστικός θεραπευτής εκτιμά τους πελάτες του όπως είναι και τους παρέχει μια μη κτητική ζεστασιά, ακόμα και αν δεν εγκρίνει τη συμπεριφορά τους. Οι άνθρωποι αξίζουν και μόνο για το γεγονός ότι είναι άνθρωποι και ο θεραπευτής νοιάζεται και σέβεται τους πελάτες του, ως ανθρώπους που βρίσκονται στον αγώνα της ζωής και της ανάπτυξης[5]. Μεταδίδοντας, λοιπόν, στον πελάτη ένα ειλικρινές ενδιαφέρον και μια πλήρη, απόλυτη εκτίμηση, δημιουργείται ένα ασφαλές περιβάλλον όπου μπορεί ο πελάτης να εξερευνήσει τον εσωτερικό του εαυτό[6].
Η τρίτη ιδιότητα είναι η ενσυναίσθηση ή συναισθηματική κατανόηση, δηλαδή η ικανότητα να βλέπει ο θεραπευτής τον κόσμο μέσα από το φαινομενολογικό πεδίο του πελάτη[7]. Ουσιαστικά πρόκειται για μιαν ενεργητική ακρόαση και κατανόηση των εμπειριών και των συναισθημάτων του πελάτη[8]. Η ενσυναίσθηση σχετίζεται άμεσα με την αντανάκλαση συναισθήματος, η οποία είναι ουσιαστικά μία τεχνική της ανθρωπιστικής θεραπείας. Με την αντανάκλαση συναισθήματος, ο θεραπευτής επανατοποθετεί τις συναισθηματικές πλευρές και όχι μόνο το περιεχόμενο όσων λέει ο πελάτης. Έτσι, αντανακλώντας χωρίς κριτική ή σχολιασμό τα συναισθήματα του πελάτη, τον βοηθά να τα κατανοήσει, να τα αναγνωρίσει και να τα δεχτεί. Σκέψεις και συναισθήματα που προηγουμένως ήταν πολύ απειλητικά, μπορούν να γίνουν συνειδητά. Έτσι, ο πελάτης μιλά πιο συναισθηματικά και ειλικρινά για τον εαυτό του, γεγονός που για τον Rogers είναι από μόνο του αρκετό για να αλλάξει συμπεριφορές[9].
Η αντανάκλαση των συναισθημάτων κατηγορήθηκε ως υπερβολικά παθητική μέθοδος[10]. Όμως, όπως επισημαίνουν και οι Davison & Neale, ο θεραπευτής δεν είναι εντελώς μη κατευθυντικός, καθώς επιλέγει σε ποιες σκέψεις ή κρίσεις του πελάτη θα δώσει σημασία και θα αναφερθεί. Ουσιαστικά, με την αντανάκλαση, ο θεραπευτής κατασκευάζει μια θεωρία για το ποια είναι η πραγματική πηγή άγχους που εξακολουθεί να παραμένει άγνωστη στον πελάτη. Αρχικά, επαναδιατυπώνει τις σκέψεις και τα αισθήματα του πελάτη από την άποψη του ίδιου του πελάτη, ενημερώνοντάς τον ότι το φαινομενολογικό του πεδίο γίνεται κατανοητό και αποδεκτό[11]. Έπειτα, παρουσιάζει στον πελάτη έναν τρόπο θεώρησης του εαυτού του, που μπορεί να διαφέρει αρκετά από τη συνήθη οπτική του. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ο ανθρωπιστής θεραπευτής πιστεύει πως ο πελάτης βλέπει τα πράγματα με έναν μη παραγωγικό τρόπο, όπως φαίνεται από την ψυχολογική του «ανισορροπία» που τον έφερε στη θεραπεία. Έτσι, αφού του καταστήσει σαφές ότι τον αποδέχεται και τον καταλαβαίνει, του παρουσιάζει κάτι νέο, πιο παραγωγικό. Αυτή η αλλαγή, η μετακίνηση του πελάτη από το παρόν φαινομενολογικό του πεδίο σε ένα άλλο, είναι και ο στόχος της ανθρωπιστικής θεραπείας. Αφού τα συναισθήματα και οι δράσεις μας προέρχονται από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, από τη φαινομενολογία μας, οι ψυχολογικές δυσκολίες και η έλλειψη ικανοποίησης από τη ζωή δείχνουν την ανάγκη για μια νέα φαινομενολογία[12].
Είναι προφανές ότι όλοι οι παραπάνω παράγοντες μπορούν να είναι ανεξάρτητοι από το θεωρητικό προσανατολισμό του θεραπευτή και μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο σε κάθε είδους θεραπευτική σχέση[13].
[1] Pervin, A. Lawrence & John, P. Oliver. (2001) [1997]. Θεωρίες Προσωπικότητας: Έρευνα και εφαρμογές. Α. Αλεξανδροπούλου – Ε. Δασκαλοπούλου (μεταφρ.). Αθήνα: Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, σ. 271-272.
[2] Στο ίδιο, σ. 285.
[3] Davison, G. & Neale, J.M. (1997). Abnormal Psychology. New York: John Wiley & Sons, σ. 506.
[4] Pervin & John, ο.π., σ. 276.
[5] Davison & Neale, ο.π., σ. 506.
[6] Pervin & John, ο.π., σ. 277.
[7] Davison & Neale, ο.π., σ. 506.
[8] Pervin & John, ο.π., σ. 278.
[9] Davison & Neale, ο.π., σ. 506-507.
[10] Pervin & John, ο.π., σ. 275.
[11] Davison & Neale, ο.π., σ. 507.
[12] Στο ίδιο, σ. 508.
[13] Στο ίδιο, σ. 278.