Είδαμε ότι όλες οι σχολές ψυχοθεραπείας μοιράζονται κάποια κοινά θεμέλια. Ποιες είναι, όμως, οι κυριότερες προσεγγίσεις στην ψυχοθεραπεία και ποιες οι μεταξύ τους διαφορές;
Ψυχανάλυση
Η κλασική ψυχανάλυση βασίζεται στη θεωρία του Freud για το νευρωτικό άγχος, δηλαδή την αντίδραση του εγώ όταν μια προηγουμένως τιμωρημένη και απωθημένη ενόρμηση του εκείνο πιέζει για να εκφραστεί*. Το ασυνείδητο τμήμα του εγώ συναντά μια κατάσταση που του θυμίζει μια απωθημένη σύγκρουση από την παιδική του ηλικία και καταβάλλεται από υπερβολική ένταση. Ψυχοπαθολογία θεωρείται ότι αναπτύσσεται όταν οι άνθρωποι αγνοούν τα αληθινά κίνητρα και τους φόβους τους. Μπορούν να επανέλθουν σε υγιή λειτουργία μόνο αν αντιληφθούν τα «απωθημένα». Η ψυχαναλυτική θεραπεία προσπαθεί να άρει την απώθηση και να βοηθήσει τον ασθενή να αντικρίσει τη σύγκρουση και να την επιλύσει στο φως της ενήλικης πραγματικότητας. Η απώθηση δεν επέτρεψε στο εγώ να βοηθήσει το άτομο να αναπτυχθεί σε έναν υγιή ενήλικα. Η άρση της απώθησης υποτίθεται ότι καθιστά δυνατή τη νέα αυτή μάθηση. Όταν οι άνθρωποι καταλαβαίνουν τι κινητοποιεί τις ενέργειές τους, έχουν ευρύτερο πεδίο επιλογών. Επιπλέον, όσο λιγότερες οι απωθήσεις, τόσο καλύτερα μπορεί το εγώ να καθοδηγήσει το άτομο σε λογικές, ρεαλιστικές κατευθύνσεις[1]. Συνοπτικά, η ψυχανάλυση είναι μια διαδικασία μάθησης, στην οποία το άτομο ξαναρχίζει και ολοκληρώνει την ανάπτυξή του, η οποία είχε διακοπεί από τη νεύρωση. Η αναλυτική διαδικασία δίνει στο άτομο την ευκαιρία να αντιμετωπίσει ξανά τις παλιές συγκρούσεις, και η αλλαγή συντελείται εξαιτίας κάποιων θεραπευτικών παραγόντων. Κατά την ανάλυση, η σύγκρουση είναι λιγότερο έντονη απ’ ό,τι ήταν αρχικά, ενώ ο ψυχαναλυτής τηρεί διαφορετική στάση από αυτή των γονέων. Επίσης, οι ασθενείς που υποβάλλονται σε ανάλυση είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία και πιο ώριμοι, μπορούν, δηλαδή, να χρησιμοποιήσουν τις αναπτυγμένες πλευρές του εγώ τους για να χειριστούν τα μέρη της λειτουργίας τους που δεν έχουν ακόμα αναπτυχθεί. Μέσα από την κατανόηση παλιών συγκρούσεων και την αναγνώριση ότι τα άγχη δεν είχαν σχέση με την πραγματικότητα, οι ασθενείς μπορούν να προχωρήσουν στη μέγιστη ικανοποίηση των ενστίκτων μέσα στα όρια της πραγματικότητας και των προσωπικών τους ηθικών πεποιθήσεων[2].
Η ουσία της ψυχανάλυσης, τα απωθημένα απομεινάρια του παρελθόντος, έχουν παρομοιαστεί με ένα «τριχωτό μαμούθ», θαμμένο απομεινάρι πρωτόγονων εποχών, που παρέμεινε απομονωμένο από το προσαρμοστικό εγώ, και, όντας κατεψυγμένο, εξακολουθεί να έχει πρωτόγονες και τελείως παράλογες απαιτήσεις. Η εστίαση της θεραπείας δεν είναι στο παρουσιαζόμενο πρόβλημα, όπως, για παράδειγμα, ο φόβος της απόρριψης, αλλά στις ασυνείδητες παιδικές συγκρούσεις που υπάρχουν στην ψυχή. Επομένως, μια επιτυχημένη θεραπεία πρέπει να δημιουργήσει συνθήκες τέτοιες, όπου αυτές οι «αναχρονιστικές» ιδέες μπορούν να βιωθούν συνειδητά και ενσωματωμένες στο εγώ, έτσι ώστε να μπορούν να ελέγχονται και να τροποποιούνται. Στην προσπάθειά τους αυτή, οι ψυχαναλυτές χρησιμοποιούν διάφορες τεχνικές[3].
Ίσως η πιο γνωστή και πιο σημαντική είναι ο ελεύθερος συνειρμός, με τον οποίο ο ασθενής ενθαρρύνεται να δώσει τα ηνία στις σκέψεις και τα συναισθήματά του, εκφράζοντας με λέξεις οτιδήποτε του έρχεται στο μυαλό. Υποτίθεται ότι, μετά από αρκετή εξάσκηση, ο ελεύθερος συνειρμός θα διευκολύνει την αποκάλυψη του ασυνείδητου υλικού. Οι συνειρμοί χαρακτηρίζονται «ελεύθεροι» μόνο επειδή δε δεσμεύονται από τη λογοκρισία του υπερεγώ και της συνείδησης. Για τον ντετερμινιστή Freud, η ροή των συνειρμών είναι προϊόν των ασυνείδητων ψυχολογικών μηχανισμών και νόμων. Στην ουσία, λοιπόν, δεν είναι ελεύθεροι και αυτό ακριβώς είναι που τους καθιστά σημαντικούς. Θεωρείται ότι οι σκέψεις και οι αναμνήσεις εμφανίζονται σε αλυσίδες σχέσεων. Οι πιο πρόσφατες, που θα αναφερθούν πρώτες, θα οδηγήσουν τελικά στις παλιότερες και κρίσιμες. Για να φτάσει εκεί, ο ασθενής πρέπει να αναφέρει επακριβώς ό,τι σκέφτεται, χωρίς ντροπή, και ο θεραπευτής δεν πρέπει να τον καθοδηγεί στη σκέψη του. Ακριβώς για να ελαχιστοποιήσει πιθανές επιρροές, ο θεραπευτής κάθεται πίσω από τον (ξαπλωμένο) ασθενή.
Συχνά, όμως, οι ασθενείς μπορεί ξαφνικά να αλλάξουν θέμα ή να μην μπορούν να θυμηθούν πώς τελείωσε ένα παλιό γεγονός. Μπορεί να χρησιμοποιήσουν διάφορους τρόπους για να διακόψουν τη συνεδρία, λέγοντας αστεία ή κάνοντας σχόλια. Μπορεί ακόμα να έρθουν αργά στο ραντεβού ή να το «ξεχάσουν» τελείως. Ο Freud έδινε μεγάλη σημασία στις αντιστάσεις αυτές. Οι παρεμβολές στον ελεύθερο συνειρμό αποδίδονται στον ασυνείδητο έλεγχο πάνω σε ευαίσθητες περιοχές. Αυτές είναι που συνήθως θέλουν να εξετάσουν οι ψυχαναλυτές. Συχνά, οι αντιστάσεις παρέχουν τις κρισιμότερες πληροφορίες για τον ασθενή[4].
Σχετική με τον ελεύθερο συνειρμό είναι η ανάλυση/ ερμηνεία των ονείρων, όπου ο θεραπευτής καθοδηγεί τον ασθενή να θυμηθεί και έπειτα να αναλύσει τα όνειρά του. Στα όνειρα, οι άμυνες του εγώ εξασθενούν, δίνοντας την ευκαιρία σε απωθημένο υλικό να αναδυθεί. Αναδύεται με συμβολική συνήθως μορφή, η οποία προστατεύει το εγώ από τη γνώση της αληθινής σημασίας των ονείρων. Το προφανές περιεχόμενο των ονείρων είναι ένας συμβιβασμός μεταξύ της πλήρους απώθησης του αληθινού νοήματος και της πλήρους αποκάλυψής του. Για παράδειγμα, αν ένας ασθενής δει ότι κόβει ένα ψηλό δέντρο, αυτό μπορεί να συμβολίζει το θυμό του προς τον πατέρα του. Οι ασυνείδητες αμυντικές δομές, λοιπόν, συνεχίζουν το έργο τους ακόμα και στον ύπνο, έστω και χαλαρωμένες[5].
Καθώς στη θεραπεία εμφανίζεται το ασυνείδητο υλικό, έρχεται στο προσκήνιο η ερμηνεία. Στο κατάλληλο σημείο, ο αναλυτής επισημαίνει τις άμυνες και το υποκείμενο νόημα των ονείρων ή των ιδεών του ασθενούς. Για να έχουν αποτέλεσμα, οι ερμηνείες του αναλυτή πρέπει να αντιστοιχούν σε συμπεράσματα όπου ο ασθενής έχει σχεδόν φτάσει. Έτσι, θα τις θεωρήσει δικές του ερμηνείες και θα τις αποδεχτεί ευκολότερα, απολαμβάνοντας ισχυρότερου θεραπευτικού αποτελέσματος. Η ερμηνεία είναι το κύριο όπλο του ψυχαναλυτή ενάντια στη συνεχιζόμενη χρήση των μηχανισμών άμυνας. Αν χρησιμοποιηθεί σωστά, ο ασθενής θα αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι δε χρειάζεται πλέον να φοβάται την επίγνωση των παρορμήσεών του. Οι ερμηνείες μπορεί να βοηθήσουν να γίνει κατανοητό το νόημα των αντιστάσεων του ασθενή. Για παράδειγμα, μπορεί ο αναλυτής να επισημάνει ότι ο ασθενής τείνει να αποφεύγει ένα συγκεκριμένο θέμα. Συχνά οι ασθενείς αρνούνται τέτοιες ερμηνείες και η άρνηση αυτή θεωρείται συνήθως σημάδι ότι η ερμηνεία είναι σωστή. Αυτή, βέβαια, η ερμηνεία της άρνησης γίνεται μόνο αν συμφωνεί με το πλαίσιο των άλλων ιδεών και υποθέσεων που έχει κάνει ο θεραπευτής για τον ασθενή. Γενικά, πάντως, μια πολύ έντονη και υπερβολική άρνηση θεωρείται αμυντική[6].
Ουσιώδης σε μια πλήρη ψυχαναλυτική θεραπεία είναι η μεταβίβαση. Με αυτό τον όρο περιγράφεται το φαινόμενο ο ασθενής να φέρεται απέναντι στο θεραπευτή με τρόπο συναισθηματικό και μη ρεαλιστικό. Για παράδειγμα, ένας ηλικιωμένος ασθενής μπορεί να φέρεται παιδιάστικα. Ο Freud υπέθεσε ότι αυτές οι συμπεριφορές είναι απομεινάρια στάσεων απέναντι σε σημαντικά πρόσωπα του παρελθόντος (συνήθως γονείς), που μεταβιβάζονται στον αναλυτή. Δηλαδή, οι ασθενείς συμπεριφέρονται στο θεραπευτή σαν να ήταν ένα από αυτά τα πρόσωπα. Η μεταβίβαση είναι ένα μέσο να εξηγηθεί στον ασθενή η προέλευση πολλών φόβων του από την παιδική ηλικία. Αυτή η αποκάλυψη προφανώς βοηθά στην άρση των απωθήσεων. Για να ενθαρρυνθεί η μεταβίβαση, ο αναλυτής πρέπει να παραμείνει μια σκιώδης φιγούρα, πάνω στην οποία ο ασθενής θα προβάλλει τις απωθημένες του συγκρούσεις. Για αυτό και οι ψυχαναλυτές δεν αποκαλύπτουν στοιχεία της ζωής τους ή τα συναισθήματά τους κατά τη θεραπεία. Η στάση ενδιαφέροντος μπορεί να θυμίσει γονεϊκές σχέσεις στους ασθενείς. Σχετική είναι η αντιμεταβίβαση, δηλαδή τα αισθήματα του ψυχαναλυτή απέναντι στον ασθενή. Ο αναλυτής πρέπει να αναγνωρίζει και να κατανοεί τα αισθήματα και τα κίνητρά του, ώστε να μπορεί να δει καθαρά τον πελάτη. Η μείωση της αντιμεταβίβασης στο ελάχιστο είναι ιδιαίτερα σημαντική. Μάλιστα, ακριβώς για τη δυσκολία που παρουσιάζει το δίδυμο μεταβίβαση-αντιμεταβίβαση, απαραίτητο (και όχι απλά χρήσιμο) τμήμα της εκπαίδευσης ενός νέου αναλυτή είναι η προσωπική του ψυχανάλυση από έναν έμπειρο θεραπευτή.
Ο αναλυτής δεν πρέπει να εμπλακεί ενεργά βοηθώντας τον ασθενή να αντιμετωπίσει την καθημερινότητά του. Πρέπει να αποφύγει κάθε παρέμβαση και άμεση συμβουλή, καθώς η βραχυπρόθεσμη ανακούφιση μπορεί να εκτρέψει την προσπάθεια του ασθενή να αποκαλύψει τις απωθημένες συγκρούσεις. Η αποφυγή άμεσων συμβουλών είναι κάτι που συστήνουν και οι ανθρωπιστικές/ υπαρξιακές προσεγγίσεις, οι οποίες, όμως, δε συμφωνούν με την «αποσύνδεση» (detachment) του ψυχαναλυτή. Για τον Freud, όταν ένα άτομο ξεκινά ανάλυση, πιθανότατα έχουν προσπαθήσει άλλοι να το παρηγορήσουν. Αν η συμπόνια και η υποστήριξη επρόκειτο να βοηθήσουν, το έχουν ήδη κάνει. Ο ψυχαναλυτής, λοιπόν, πρέπει να αντισταθεί σθεναρά στην επίδειξη ενδιαφέροντος με εκφράσεις υποστήριξης ή συμβουλές. Με το να κρατά απόσταση, πιστεύει ότι βοηθά τον ασθενή[7].
Η κλασική ψυχανάλυση είναι μια διαδικασία πολύ δεσμευτική, καθώς περιλαμβάνει περισσότερες από μία συνεδρίες την εβδομάδα, για διάστημα τουλάχιστον 4-5 ετών. Αυτή η έντονη και μακρόχρονη σχέση καθιστά την ψυχανάλυση μια κεντρική εμπειρία στη συναισθηματική ζωή του ασθενούς. Στην πράξη, βέβαια, στις μέρες μας, γίνονται λιγότερες συνεδρίες και για λιγότερα χρόνια, ενώ υπάρχουν και μορφές σύντομης ψυχαναλυτικής θεραπείας, που διαρκούν ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα (συνήθως από τρεις μέχρι δώδεκα μήνες)[8].
* Εκείνο: το μέρος του ανθρώπινου ψυχισμού που περιλαμβάνει τις βασικές ανάγκες και ένστικτα, αναζητά άμεση ικανοποίηση και λειτουργεί βάσει της “αρχής της ευχαρίστησης”̇˙ είναι ασυνείδητο.
Εγώ: το εκτελεστικό όργανο της προσωπικότητας, έλλογο, λειτουργεί βάσει της “αρχής της πραγματικότητας”.
Υπερεγώ: η “ηθική συνείδηση” του ατόμου που προέρχεται από την εσωτερίκευση των γονεϊκών κανόνων (Davison, G. & Neale, J.M. (1997). Abnormal Psychology. New York: John Wiley & Sons, σ. 30-31.
Pervin, A. Lawrence & John, P. Oliver. (2001) [1997]. Θεωρίες Προσωπικότητας: Έρευνα και εφαρμογές. Α. Αλεξανδροπούλου – Ε. Δασκαλοπούλου (μεταφρ.). Αθήνα: Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, σ. 133-137).
[1] Davison & Neale, ο.π., σ. 38.
[2] Pervin & John, ο.π., σ. 193-195.
[3] Davison & Neale, ο.π., σ. 38.
[4] Στο ίδιο, σ. 495.
[5] Στο ίδιο, σ. 495.
[6] Στο ίδιο, σ. 495-498.
[7] Στο ίδιο, σ. 498-499.
[8]Sanavio, E. & Cornoldi, C. (2001). Psicologia Clinica. Bologna, Il Mulino., σ. 160-161.