Η υπαρξιακή οπτική δίνει, όπως και ο ανθρωπισμός, έμφαση στην προσωπική ανάπτυξη. Ο υπαρξισμός, όμως, είναι πιο «σκοτεινός». Πιστεύει στην ελεύθερη βούληση και την υπευθυνότητα, αλλά τονίζει και το άγχος, την αναπόφευκτη αγωνία κατά τη λήψη σημαντικών αποφάσεων. Να ζει κανείς πραγματικά σημαίνει να αντιμετωπίζει το άγχος που ακολουθεί τις υπαρξιακές επιλογές[1].

Ο υπαρξισμός ασχολείται με φαινόμενα έμφυτα στην ιδιότητα που έχει κάποιος να είναι άνθρωπος και να υπάρχει. Ο υπαρξιστής βλέπει το άτομο ως ξεχωριστό, μοναδικό και αναντικατάστατο.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται από τους υπαρξιστές στην ελευθερία, που είναι το στοιχείο διαφοροποίησης ανθρώπου και ζώων. Η ελευθερία, όμως, προϋποθέτει υπευθυνότητα – κάθε άτομο είναι υπεύθυνο για την ύπαρξή του[2]. Ο άνθρωπος, λοιπόν, γεννιέται υπεύθυνος να κατευθύνει τη ζωή του. Καθοριστικοί γι’ αυτή την κατεύθυνση δεν είναι οι εξωτερικοί περιοριστικοί παράγοντες, αλλά η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη[3].

Όσο αντιλαμβανόμαστε την προσωπική μας ελευθερία και τα επακόλουθα της αποδοχής ή της απόρριψης της δυνατότητας που έχουμε να επιλέγουμε, βιώνουμε «υπαρξιακό άγχος»[4]. Δεν μπορεί κανείς να παραιτηθεί από την ελευθερία του, παρά μόνο με μεγάλο κόστος. Μερικές φορές το άγχος μπορεί να σηματοδοτεί την ετοιμότητα για προσωπική αλλαγή. Μας επισημαίνει ότι δεν πάνε όλα τόσο καλά όσο θα θέλαμε. Το υπαρξιακό άγχος είναι αποτέλεσμα της ενοχής που βιώνουμε όταν αποτυγχάνουμε να πραγματώσουμε τις δυνατότητές μας.

Προσπαθούμε να το αποφύγουμε ψάχνοντας για μόνιμη ασφάλεια στη ζωή, η οποία είναι μια ψευδαίσθηση[5]. Το να αποφεύγουμε να κάνουμε επιλογές, μπορεί να μας προστατέψει από το άγχος, αλλά μας αποστερεί τη δυνατότητα να ζούμε με νόημα και αποτελεί τον πυρήνα της «παθολογίας»[6]. Επομένως, μακροπρόθεσμα αντιμετωπίζουμε απογοήτευση και ματαίωση. Άγχος σε μικρές δόσεις, είναι απαραίτητο για δημιουργική δουλειά του ανθρώπου (και κατ’ επέκταση του θεραπευόμενου) με τον εαυτό του προς την αλλαγή[7].

Σημαντικός θεωρείται, επίσης, ο φόβος για τον θάνατο[8]. Η επίγνωση της αναπόδραστης πραγματικότητας του θανάτου μας αποτελεί άλλη μία πηγή υπαρξιακού άγχους[9]. Η συνείδηση του θανάτου είναι, παράλληλα, και βασική ανθρώπινη κατάσταση που δίνει νόημα στη ζωή. Έτσι, κάθε ανθρώπινη πράξη αποκτά τεράστια σημασία. Η ζωή έχει νόημα γιατί είναι χρονικά περιορισμένη. Ο θάνατος υποχρεώνει τους ανθρώπους να πάρουν τη ζωή στα σοβαρά. Ο φόβος του θανάτου και ο φόβος της ζωής είναι άρρηκτα δεμένοι[10]. Σχετική είναι η γνώση της αδυναμίας μας μπροστά σε τυχαία γεγονότα που μπορούν να αλλάξουν για πάντα τη ζωή μας (όπως ένα δυστύχημα ή μια φυσική καταστροφή), η οποία προκαλεί επίσης άγχος [11].

Ιδιαίτερη σημασία δίνεται και στη μοναξιά, η οποία γίνεται εμφανής στην προσπάθεια να μοιραστεί κανείς κάτι πολύ προσωπικό με κάποιον και να αντιλαμβάνεται ότι ο άλλος δεν το καταλαβαίνει ή το απορρίπτει[12]. Όταν ανακαλύψει ο άνθρωπος ότι η επιβεβαίωση δεν έρχεται από την εξάρτησή του από άλλους, αναδύεται το «βίωμα της απομόνωσης»[13]. Η γνώση ότι, τελικά, είμαστε απόλυτα μόνοι, αποτελεί ακόμα μια πηγή υπαρξιακού άγχους[14].

Οι άνθρωποι, ωστόσο, θέλουν να νιώθουν σημαντικοί για τους άλλους ανθρώπους και νιώθουν σημαντική την ύπαρξη των άλλων για τη δική τους ύπαρξη. Αυτό είναι το «βίωμα της συγγενικότητας». Για να μπορέσει, όμως, κανείς να σταθεί δίπλα σε άλλους χωρίς να παρασιτεί, πρέπει πρώτα να μπορεί να σταθεί μόνος του. Προϋπόθεση για σωστές διαπροσωπικές σχέσεις είναι η σωστή σχέση με τον εαυτό μας. Απαραίτητη εδώ είναι η αυτοδυναμία – δεν πρέπει να βασίζεται η σχέση στην ανάγκη του ατόμου να καλύψει τα ελλείμματά του.

Επίσης, οι άνθρωποι νιώθουν ξένοι απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό, καθώς διακατέχονται από την αγωνία να ανταποκριθούν στις προσδοκίες αγαπημένων τους προσώπων («βίωμα της αποξένωσης»). Συχνά, οι πελάτες των υπαρξιακών θεραπευτών ανησυχούν ότι δεν είναι παρά αντανακλάσεις των προσδοκιών των άλλων[15].

Σπουδαία θεωρείται από πολλούς υπαρξιστές, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο Viktor Frankl, η αναζήτηση νοήματος στη ζωή[16]. Η ανθρώπινη ύπαρξη έχει ανάγκη υψηλών στόχων και πραγματικού νοήματος. Η αίσθηση της σημαντικότητας του στόχου εξαρτάται από το είδος του στόχου, που πρέπει να υπερβαίνει το στενό πλαίσιο της ατομικής ύπαρξης. Είναι προφανές ότι υλιστικοί στόχοι δεν μπορούν να θεωρηθούν ιδιαίτερα υψηλοί ή σημαντικοί. Η αποδόμηση των παλιών αξιών χωρίς ύπαρξη άλλων να τις αναπληρώνουν (συστατικό στοιχείο της κοινωνικής κρίσης) διαμορφώνει «ψυχοπαθολογία». Οι άνθρωποι, όμως, έχουν τη δυνατότητα να ανακαλύψουν ένα νέο σύστημα αξιών, που θα τους προσφέρει ουσιαστικό στόχο ζωής. Η ζωή από μόνη της δεν έχει νόημα, οι άνθρωποι πρέπει να δημιουργήσουν αξίες και να ανακαλύψουν νόημα[17]. Όλοι μας έχουμε την απόλυτη ευθύνη να γεμίσουμε τον κόσμο και τη ζωή μας με ουσία και σκοπό και η επίγνωση αυτής της ευθύνης είναι άλλη μια πηγή άγχους[18]. Για τον Frankl, η επιθυμία να βρεθεί κάποιος σκοπός είναι το πιο ανθρώπινο φαινόμενο[19].

Ως αντιστάθμισμα του υπαρξιακού τους κενού, μερικοί άνθρωποι δημιουργούν «ψευδή συνείδηση της πραγματικότητας». Τα άτομα που αντιλαμβάνονται λίγα από τα προβλήματα και λίγες από τις δυνατότητες επιλογών τους, νιώθουν ανήμπορα να αντιδράσουν, βιώνοντας την «περιορισμένη ύπαρξη». Αυτοί οι άνθρωποι είναι επιφανειακά εφησυχασμένοι και τακτοποιημένοι, πάσχουν όμως από “υπαρξιακή ενοχή”[20]. Οι πνευματικές ρίζες αυτής της κατάστασης βρίσκονται στη διαφυγή του ατόμου από την ελευθερία και τις ευθύνες και το άτομο κατηγορεί την κοινωνία ή τη μοίρα για αυτό που είναι. Για τον Frankl, η λύση βρίσκεται στη «λογοθεραπεία» του, που βοηθά τα άτομα να γίνουν αυτό που μπορούν, καθώς και να συνειδητοποιήσουν και να δεχτούν τις προκλητικές ευκαιρίες που ανοίγονται μπροστά τους[21].

Θεραπεία

Στόχος του υπαρξιακού θεραπευτή είναι να προσφέρει στήριξη και κατανόηση, υιοθετώντας το φαινομενολογικό πλαίσιο αναφοράς του ατόμου. Ο θεραπευτής ενθαρρύνει τον πελάτη να αντιμετωπίζει και να διευκρινίζει παλιές και, κυρίως, σύγχρονες επιλογές, οι οποίες θεωρούνται και οι σημαντικότερες. Για να αλλάξει την υπαρξιακή του κατάσταση, το άτομο πρέπει σε κάποιο σημείο μέσα στη θεραπεία να ξεκινήσει να συμπεριφέρεται διαφορετικά.

Άλλος στόχος της υπαρξιακής θεραπείας είναι να βοηθήσει το άτομο να σχετίζεται αυθεντικά με τους άλλους, καθώς θεωρείται ότι οι άνθρωποι ορίζουν την ταυτότητα και την ύπαρξή τους με όρους προσωπικών σχέσεων. Για τους υπαρξιστές, λοιπόν, είναι πολύ σημαντικό το σχετίζεσθαι ανοιχτά, αυθόρμητα και με αγάπη. Ταυτόχρονα, όπως αναφέρθηκε, καθένας από μας είναι απόλυτα και βασικά μόνος. Αυτό είναι το παράδοξο της ζωής: είμαστε ξεχωριστοί από τους άλλους, ήρθαμε στον κόσμο μόνοι και πρέπει να δημιουργήσουμε την ύπαρξή μας στον κόσμο μόνοι.

Ο υπαρξιακός θεραπευτής προσπαθεί να κάνει τη θεραπευτική σχέση μια αυθεντική συνάντηση μεταξύ δύο ατόμων, έτσι ώστε ο πελάτης να έχει ένα παράδειγμα ειλικρινούς σχέσης. Αυτό γίνεται με τη γνησιότητα και την αυτοαποκάλυψη από μέρους του θεραπευτή και με την ανοικτή διαφωνία με αυτά που κάνει ο πελάτης, χωρίς όμως να τον απορρίπτει.

Τελικός στόχος της υπαρξιακής θεραπείας είναι να καταστήσει τον πελάτη περισσότερο ενήμερο γύρω από το δυναμικό του για επιλογή και ανάπτυξη[22]. Να διευρύνει την αυτογνωσία του ώστε να αξιοποιήσει στο έπακρο τις δυνατότητές του. Αλλιώς, θα παραμείνει στην κατάσταση της «περιορισμένης ύπαρξης», όπως είπαμε παραπάνω[23].

Οι άνθρωποι δημιουργούν κάθε στιγμή την ύπαρξή τους και συνεχώς έχουν δυναμικό για διαταραχή ή για ανάπτυξη. Καθώς ελευθερία και υπευθυνότητα συνδέονται, ο θεραπευτής οφείλει να βοηθήσει τον πελάτη να καταλάβει ότι είναι δική του υπόθεση η ανάληψη ευθύνης της κατεύθυνσης της ζωής του. Ο πελάτης πρέπει να αντιληφθεί τους εκλογικευτικούς μηχανισμούς που χρησιμοποιεί για να αποφεύγει την αποδοχή της ελευθερίας του. Να μάθει να διακινδυνεύει και να χρησιμοποιεί αυτή την ελευθερία για να γίνεται ευτυχέστερος στη ζωή του. Να αναγνωρίσει πως έχει αποτύχει να επιλέγει για τον εαυτό του και έχει επιτρέψει σε άλλους να αποφασίζουν για αυτόν. Ζητούμενο μετά από αυτά, είναι η χάραξη μιας αυτόνομης πορείας [24]. Το άτομο πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της ύπαρξής του και να αντιληφθεί ότι, κάθε στιγμή, μπορεί να επανακαθορίσει τον εαυτό του, να συμπεριφέρεται και να νιώθει διαφορετικά.

Πολλοί άνθρωποι φοβούνται αυτή την ελευθερία και την ευθύνη που φέρει μαζί της και δυσκολεύονται να την αποδεχτούν. Καθώς ξεκινούν να κάνουν επιλογές, καταλαβαίνουν ότι η ολοκλήρωση είναι μια διαδικασία, και ότι, αν θέλουν να είναι αληθινά άνθρωποι και να πραγματώσουν το δυναμικό τους, πρέπει συνεχώς να επιλέγουν και να δέχονται την ευθύνη. Όμως, η διαυγέστερη επίγνωση της ελευθερίας φέρνει περισσότερο υπαρξιακό άγχος[25]. Το δημιουργικό άγχος γεννιέται γιατί όταν κανείς ζει ανοιχτά δεν υπάρχουν εγγυήσεις[26]. Έτσι, στόχος της θεραπείας είναι να στηρίξει την απόφαση και την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν αυτό το αναπόδραστο άγχος και να συνεχίσουν να αναπτύσσονται[27]. Να ζουν πιο αυθεντικά και να αναλαμβάνουν την ευθύνη των επιλογών τους ακόμα και αν δεν είναι απόλυτα σίγουροι για την ορθότητά τους ή το κόστος είναι μεγάλο. Καθήκον του θεραπευτή είναι, ακόμα, να βοηθήσει τους πελάτες να επαναπροσδιορίσουν τις αξίες της ζωής και να εξερευνήσουν μαζί ζητήματα σχετικά με την απελπισία και το υπαρξιακό κενό[28].

Εν κατακλείδι, η υπαρξιακή προσέγγιση γίνεται καλύτερα κατανοητή ως μια γενική στάση κάποιων θεραπευτών απέναντι στην ανθρώπινη φύση, παρά ένα σύνολο θεραπευτικών τεχνικών. Το μήνυμα του υπαρξισμού, ότι η ύπαρξή μας επαναβεβαιώνεται συνεχώς και ότι δεν είμαστε αιχμάλωτοι παλιών λαθών μας, μπορεί κάλλιστα να ενσωματωθεί σε κάθε θεραπεία[29].

[1] Davison, G. & Neale, J.M. (1997). Abnormal Psychology. New York: John Wiley & Sons, σ. 510.

[2] Pervin, A. Lawrence & John, P. Oliver. (2001) [1997]. Θεωρίες Προσωπικότητας: Έρευνα και εφαρμογές. Α. Αλεξανδροπούλου – Ε. Δασκαλοπούλου (μεταφρ.). Αθήνα: Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, σ. 289-290.

[3] Ζαφειρίδης, Φ. (2003). Θεραπευτικά Μοντέλα ΙΙ: Σημειώσεις μαθήματος. Τμήμα Ψυχολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, σ. 9.

[4] Στο ίδιο, σ. 7.
[5] Στο ίδιο, σ. 7.
[6] Davison & Neale, ο.π., σ. 510.
[7] Ζαφειρίδης, ο.π., σ. 14.
[8] Pervin & John, ο.π., σ. 291.
[9] Davison & Neale, ο.π., σ. 510.
[10] Ζαφειρίδης, ο.π., σ. 15.
[11] Davison & Neale, ο.π., σ. 510.
[12] Pervin & John, ο.π., σ. 292.
[13] Ζαφειρίδης, ο.π., σ. 10.
[14] Davison & Neale, ο.π., σ. 510.
[15] Ζαφειρίδης, ο.π., σ. 10-11.
[16] Pervin & John, ο.π., σ. 292.
[17] Ζαφειρίδης, ο.π., σ. 11-12.
[18] Davison & Neale, ο.π., σ. 510.
[19] Frankl, E. Victor (1987) [1967]. Ψυχοθεραπεία και Υπαρξισμός – Η Λογοθεραπεία στην πράξη. Μετάφραση Μαίρη Π. Σταύρου. Αθήνα: Ταμασός, σ. 82.
[20] Ζαφειρίδης, ο.π., σ. 13.
[21] Frankl, ο.π., σ. 64 & εξής.
[22] Davison & Neale, ο.π., σ. 510.
[23] Ζαφειρίδης, ο.π., σ. 7-8.
[24] Στο ίδιο, σ. 9-10.
[25] Davison & Neale, ο.π., σ. 510.
[26] Ζαφειρίδης, ο.π., σ. 7.
[27] Davison & Neale, ο.π., σ. 510.
[28] Ζαφειρίδης, ο.π., σ. 13.
[29] Davison & Neale, ο.π., σ. 511.